- φυγαδείη
- ἡ, ΜΑβλ. φυγαδεία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φυγαδεία — και φυγαδείη, ἡ, ΜΑ [φυγαδεύω] φυγή, εξορία αρχ. 1. δραπέτευση («καὶ φυγαδεῑαι δούλων γίνονται ἐν μέσῳ αὐτῆς», ΠΔ) 2. σώμα ή πλήθος φυγάδων … Dictionary of Greek